- ὑπάγῃ
- ὑπάγωleadpres subj mp 2nd sgὑπάγωleadpres ind mp 2nd sgὑπάγωleadpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπάγη — ὑπά̱γη , ὑπό ἄγνυμι break aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ὑπά̱γη , ὑπό ἀγάω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπό ἀγάω pres imperat act 2nd sg (doric) ὑπά̱γη , ὑπό ἀγάω imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ὑπό ἀγάω pres imperat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάγηι — ὑπάγῃ , ὑπάγω lead pres subj mp 2nd sg ὑπάγῃ , ὑπάγω lead pres ind mp 2nd sg ὑπάγῃ , ὑπάγω lead pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek